- πάρωρα
- πάρωροςout of seasonneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρώρα — παρώρᾱ , παροράω look at by the way imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρωρα — επίρρ. χρον., αργά τη νύχτα, κοντά στα μεσάνυχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρωράθη — παρωρά̱θη , παρά ὠρέω aor ind pass 3rd sg (attic) παρωρά̱θη , παρά ὠρέω aor ind pass 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωράθημεν — παρωρά̱θημεν , παρά ὠρέω aor ind pass 1st pl (attic) παρωρά̱θημεν , παρά ὠρέω aor ind pass 1st pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωράθησαν — παρωρά̱θησαν , παρά ὠρέω aor ind pass 3rd pl (attic) παρωρά̱θησαν , παρά ὠρέω aor ind pass 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωρακέναι — παρωρᾱκέναι , παρά ὠρέω perf inf act (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρώραται — παρώρᾱται , παρά ὠρέω perf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρωρος — η, ο / πάρωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πέρα από την κανονισμένη ώρα, ο παράκαιρος. επίρρ... πάρωρα ΝΜΑ σε ώρα περασμένη, αργά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. πρό ωρος] … Dictionary of Greek
παρωρίτης — ο 1. ο ξενύχτης, αυτός που γυρίζει άσκοπα ή διασκεδάζει τη νύχτα 2. ο καλικάτζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. συνορ ίτης)] … Dictionary of Greek
εξώρας — επίρρ. χρον., έξω από την ώρα, πέρα από την κατάλληλη ώρα, αργά, πάρωρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)